οπισθέλκουσα

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

η
φυσ. δύναμη που αντιτίθεται στην κίνηση ενός σώματος μέσα σε ρευστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + έλκουσα μτχ. του ρ. έλκω].