οπόταν

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source

Greek Monolingual

ὁπόταν, επικ. τ. ὁππόταν)
(σύνδ. χρον.)
1. όταν, όταν συμβεί να
2. φρ. «ὁπότ' ἂν (τὸ) πρῶτον» — όταν για πρώτη φορά, μόλις, αμέσως μόλις («ὁπότ' ἂν τὸ πρῶτον ἴδῃ φάος», Ύμν. Απόλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπότε + ἄν].