ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself
(Α ὁπόταν, επικ. τ. ὁππόταν)(σύνδ. χρον.)1. όταν, όταν συμβεί να2. φρ. «ὁπότ' ἂν (τὸ) πρῶτον» — όταν για πρώτη φορά, μόλις, αμέσως μόλις («ὁπότ' ἂν τὸ πρῶτον ἴδῃ φάος», Ύμν. Απόλλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπότε + ἄν].