ορατόριο
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
Greek Monolingual
το
εκτενής μουσική σύνθεση για μονωδία, χορωδία και ορχήστρα βασισμένη ιδίως σε θρησκευτικό κείμενο, που δεν προορίζεται όμως για λειτουργική χρήση («τα ορατόρια του Μπαχ Κατά Ιωάννην και Κατά Ματθαίον Πάθη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. oratorio < λατ. oratorium «εκκλησία». Η μουσική σύνθεση ονομάστηκε έτσι από το τάγμα που ίδρυσε στη Ρώμη ο Filippo Neri (Oratorio di San Filippo Neri)].