οροαντίδραση

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

η
(μικρβλ.) η ανίχνευση ουσιών στον ορό του αίματος με βιολογικές ή φυσικοχημικές μεθόδους, η οποία εφαρμόζεται για τη διάγνωση διαφόρων νόσων και για τον καθορισμό τών ομάδων αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. seroreaction < λατ. serum «ορός» (βλ. λ. ορός) + reaction «αντίδραση»].