οστεόπισσα

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

η
χημ. παχύρρευστο υγρό με δυσάρεστη οσμή που παράγεται κατά την ξηρά απόσταξη τών οστών για την παρασκευή οστεοάνθρακα.