οσφράδιο

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152

Greek Monolingual

το (Μ ὀσφράδιον) όσφρα
κάθε ουσία που επενεργεί δραστικά στο νευρικό σύστημα και διεγείρει με την έντονη οσμή της, όπως ο αιθέρας, η αμμωνία κ.ά.
νεοελλ.
ζωολ. μικρό χημειοαισθητήριο όργανο του μανδύα τών υδρόβιων μαλακίων το οποίο ελέγχει το εισερχόμενο στον οργανισμό του ζώου υδάτινο ρεύμα και τον χημισμό του νερού.