ουλαμός
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
Greek Monolingual
ο (Α οὐλαμός και ὀλαμός)
νεοελλ.
1. μικρό τμήμα στρατού, οργανικό ή μή
2. τμήμα ίλης ιππικού από δύο ομάδες μάχης ή τμήμα πυροβολαρχίας ή πολυβολαρχίας το οποίο αποτελείται από δύο στοιχεία και διοικείται από κατώτερο αξιωματικό, υπολοχαγό ή ανθυπολοχαγό
3. ναυτ. τακτικός σχηματισμός από τρία πλοία που σχηματίζουν τρίγωνο του οποίου την κορυφή κατέχει το ουλαμηγό πλοίο
αρχ.
1. πυκνό πλήθος, στίφος πολεμιστών, ιδίως μαχόμενων
2. (ως τεχνικός όρος) ίλη ιππικού που αποτελούνταν από ορισμένο αριθμό ιππέων
3. μτφ. (για μέλισσες) σμήνος («οὐλαμός μελισσαῖος», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. εἰλῶ «πιέζω, σφίγγω» < wel- «πιέζω, ωθώ, εγκλείω» (βλ. λ. είλω) με κατάλ. -αμος (πρβλ. πλόκ-αμος, ποτ-αμός). Η ύπαρξη αρκτικού F- στη λ. οὐλαμός (< Fολαμος) επιβεβαιώνεται αφ' ενός από το αρκτικό γ- του τ. που παραδίδει ο Ησύχ. γόλαμος
διωγμός (η προπαροξυτονία του τ. γόλαμος είναι λεσβιακής προέλευσης) και αφ' ετέρου από τη μετρική του ομηρ. κειμένου. Η δίφθογγος ου- οφείλεται σε μετρική έκταση, η οποία διατηρήθηκε και γενικεύθηκε στη μτγν. Ελληνική].