οφθαλμοσκοπία
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
Greek Monolingual
η
ιατρ. η εξέταση του βυθού του οφθαλμού με το οφθαλμοσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmoscopie (< οφθαλμός + -σκοπία < -σκόπος < σκοπώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο Ημερολόγιον Πανελλήνιος Σύντροφος).