οφρύη

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

ὀφρύη, ιων. τ., και δωρ. τ. ὀφρύα, ἡ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὀφρύη
χῶμα, λόφος, αἱμασιά»
2. (στην αιτ. και δ. τ.) ὀφρύγην
πρόχωμα, όχθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύς + κατάλ. -η].