οψίπλουτος

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ὀψίπλουτος, -ον)
αυτός που πλούτησε αργά, καθυστερημένα νεόπλουτος
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) (με επιτιμητική σημ.) αυτός που περηφανεύεται για τα πλούτη του, αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + πλούτος].