οἰσυπίς

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰσυπίς Medium diacritics: οἰσυπίς Low diacritics: οισυπίς Capitals: ΟΙΣΥΠΙΣ
Transliteration A: oisypís Transliteration B: oisypis Transliteration C: oisypis Beta Code: oi)supi/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, tuft of greasy wool, Hp.Ulc.14.

Greek (Liddell-Scott)

οἰσῠπίς: -ίδος, ἡ, προβάτου ῥύπος, ἔριον ῥυπαρόν, Ἱππ. 877Ε, «οἰσυπίδες, προβάτου ῥύποι συνεστραμμένοι. δηλοῖ δὲ καὶ ἐρίου ῥυπαροῦ μαλλίον» Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 532.

Greek Monolingual

οἰσυπίς, ἡ (Α) οισύπη
τούφα από λιπαρό μαλλί προβάτου.

German (Pape)

ίδος, ἡ, ein Flausch, Flocken Wolle, bes. ungewaschene Fettwolle, Sp.