θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
πάμπιστος, -ον (ΑΜ)
1. απολύτως πιστός, τελείως αφοσιωμένος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πάμπιστον
πλήρης απόδειξη («οὐκ εἴληφας τὸ πάμπιστον ἡμῶν τῆς εὐτολμίας», Διγ. Ακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πιστός.