Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Full diacritics: πέρσος | Medium diacritics: πέρσος | Low diacritics: πέρσος | Capitals: ΠΕΡΣΟΣ |
Transliteration A: pérsos | Transliteration B: persos | Transliteration C: persos | Beta Code: pe/rsos |
v. Περσεύς ΙΙ.
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἰχθῡς ποιὸς ἐν Ἐρυθρᾷ γινόμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. του περσεύς, που παραδίδει ο Ησύχιος].