παγκατάρατος
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
[ᾰρ], ον all-accursed, ib. 588.
German (Pape)
[Seite 435] ganz zu verfluchen, ganz verwünscht, Ar. Lys. 588.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παγκατάρατος -ον [πᾶς, κατάρατος] vervloekt.
Russian (Dvoretsky)
παγκᾰτάρᾱτος: (τᾰ) негоднейший, ужаснейший (ὦ παγκατάρατε Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
παγκατάρᾱτος: -ον, ὅλως κατηραμένος, Ἀριστοφ. Λυσ. 588.
Greek Monolingual
παγκατάρατος, -ον (Α)
τρισκατάρατος, μισητότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κατάρατος.