παιδοδιδάσκαλος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, teacher of boys, Sch.E.Or.1492.
German (Pape)
[Seite 441] Lehrer der Kinder, Knaben, Schol. Eur. Or. 1481.
Greek (Liddell-Scott)
παιδοδιδάσκᾰλος: ὁ, διδάσκαλος παίδων, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1492.
Greek Monolingual
παιδοδιδάσκαλος, ὁ (Μ)
δάσκαλος παιδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + διδάσκαλος.