παιδοφθόρος

German (Pape)

[Seite 442] Kinder, Knaben verderbend, Knabenschänder, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοφθόρος: -ον, ὁ φθείρων παῖδας, Ἐκκλ.· - παιδοφθορέω, φθείρω παῖδας, Κλήμ. Ἀλ. 85, 223· καὶ παιδοφθορία, ἡ, φθορὰ παίδων, ὁ αὐτ. 223.

Greek Monolingual

παιδοφθόρος, -ον (Α)
αυτός που αποπλανά παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδροφθόρος.