παλαιοράφος

English (LSJ)

[ρᾰ], ὁ, cobbler, ib.

German (Pape)

[Seite 445] ὁ, Altflicker.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιοράφος: -ον, ὁ παλαιὰ ῥάπτων, διορθωτής, Γλωσσ.

Greek Monolingual

παλαιοράφος, -ον (Α)
το αρσ. ως ουσ. επιδιορθωτής υποδημάτων, μπαλωματής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. κοσκινοράφος].