παμπλήρης
From LSJ
Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch
English (LSJ)
παμπλήρες, quite full, Arist. GC325a29 (v.l. παμπληθές).
German (Pape)
[Seite 454] ες, ganz gefüllt, Damasc. in B. A. 1408.
Russian (Dvoretsky)
παμπλήρης: совершенно полный, т. е. сплошной, непрерывный, не имеющий никаких пустот (τὸ χυρίως ὂν πάμπληρες - v.l. παμπληθές Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
παμπλήρης: -ες, ὅλως πλήρης, διάφ. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 8, Δαμασκ. ἐν Α. Β. 1408.
Greek Monolingual
παμπλήρης, -ες (Α)
εντελώς γεμάτος, πληρέστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πλήρης.