πανευώδης

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source

Greek (Liddell-Scott)

πανευώδης: -ες, ὁ πάνυ εὐώδης, ἢ κατὰ πάντα εὐώδης, Μιχ. Σύγγελος εἰς Διον. Ἀρεοπ. σ. 383.

Greek Monolingual

-ῶδες, Μ
εξαιρετικά ευώδης, πολύ ευωδιαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + εὐώδης.