πανθαύμαστος
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
πανθαύμαστον, all-wonderful, Suid. s.v. Ἀβραάμ.
German (Pape)
[Seite 460] ganz wunderbar, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πανθαύμαστος: -ον, πάνυ θαυμαστός, Σουΐδ., Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ον, Μ
εξαιρετικά θαυμαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + θαυμαστός (πρβλ. αξιοθαύμαστός)].