πολυεπής

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυεπής Medium diacritics: πολυεπής Low diacritics: πολυεπής Capitals: ΠΟΛΥΕΠΗΣ
Transliteration A: polyepḗs Transliteration B: polyepēs Transliteration C: polyepis Beta Code: polueph/s

English (LSJ)

πολυεπές, much-speaking, wordy, τέχναι A.Ag.1134 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 662] ές, viel redend, τέχναι, Aesch. Ag. 1105, wo v.l. πολυετεῖς.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui parle beaucoup.
Étymologie: πολύς, ἔπος.

Greek Monolingual

-ές, Α
πολυλογάς, φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -επής (< ἔπος, τὸ «λόγος»), πρβλ. καλλιεπής].

Greek Monotonic

πολυεπής: -ές (ἔπος), αυτός που λέει πολλά, που μιλάει πολύ, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυεπής -ές [πολύς, ἔπος] woordenrijk.

Russian (Dvoretsky)

πολυεπής: многоречивый (τέχναι Aesch.).

Middle Liddell

πολυ-επής, ές ἔπος
much-speaking, Aesch.