πανόλβιος
English (LSJ)
πανόλβιον, truly happy, h.Bacch.54, Thgn.441; blessed, χρῆμα Eun. Hist.p.267 D.
German (Pape)
[Seite 461] ganz, sehr glückselig; H. h. 6, 54; Theogn. 441. 1159.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait heureux.
Étymologie: πᾶν, ὄλβιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανόλβιος -ον [πᾶς, ὄλβιος] heel gelukkig.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνόλβιος: HH = πάνολβος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
1. πανευτυχής, παμμακάριστος
2. ευλογημένος («πανόλβιον χρῆμα», Ευνάπ.).
επίρρ...
πανολβίως Α
με τρόπο πανόλβιο, πανευτυχώς, με κάθε ευτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὄλβιος «ευτυχής» (πρβλ. πολυόλβιος)].
Greek Monotonic
πᾰνόλβιος: -ον, πάρα πολύ ευτυχισμένος, σε Ομηρ. Ύμν.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνόλβιος: -ον, πάνυ ὄλβιος, εὐδαίμων, παμμακάριστος, Ὕμν. Ὁμ. 6. 54, Θέογν. 441· - οὕτω, πάνολβος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 582· ὑπερθ. -όλβιστος, Χρησμ. Σιβ. 3. 347. - Ἐπίρρ. πανολβίως, Διον. Ἀρεοπ. σ. 16, 54.