πάνολβος
From LSJ
English (LSJ)
πάνολβον, = πανόλβιος (truly happy, blessed), A. Supp. 582 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 461] = Vorigem, Aesch. Suppl. 577. – Unregelmäßiger superl. πανόλβιστος, Orac. Sib., was nicht von ὀλβιστός abzuleiten.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait heureux;
Sp. πανόλβιστος.
Étymologie: πᾶν, ὄλβος.
Greek Monolingual
-ον, Α
πανόλβιος, πανευτυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὄλβος «ευμάρεια, ευδαιμονία» (πρβλ. πολύολβος)].
Russian (Dvoretsky)
πάνολβος: вполне счастливый Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάνολβος -ον [πᾶς, ὄλβος] heel gelukkig.