πανόμματος

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

German (Pape)

[Seite 461] ganz Auge, Epigr. (I, 117).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est tout yeux.
Étymologie: πᾶν, ὄμμα.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνόμμᾰτος: всевидящий, ясновидящий (χάρις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνόμμᾰτος: -ον, ὁ πλήρης ὀφθαλμῶν, Ἀνθ. Π. 1. 117.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για τον θεό) αυτός που προσβλέπει προς όλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -όμματος (< ὄμμα, -ατος), πρβλ. πολυόμματος].

Greek Monotonic

πᾰνόμμᾰτος: -ον (ὄμμα), αυτός που είναι γεμάτος μάτια, σε Ανθ.

Middle Liddell

πᾰν-όμμᾰτος, ον, ὄμμα
all-eyed, Anth.