παράψησις
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
-εως, ἡ, = παράτριμμα, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
παράψησις: -εως, ἡ, = παράτριμμα, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α
το παράτριμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ψησις < θ. ψη του ρ. ψήω «τρίβω» (βλ. λ. ψήχω)].