δελφός
From LSJ
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
Greek Monolingual
δελφός, -ή, -όν (Α)
1. ο δελφικός
2. ο κάτοικος τών Δελφών
3. (το αρσ. ως κύριο όνομα) Δελφοί
πόλη της Φωκίδας όπου βρισκόταν το μαντείο του Απόλλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δελφός < Δελφοί. Υποστηρίχθηκε ότι η αρχική ονομασία τών Δελφών ήταν Δελφύς, πιθ. από τη μορφή που παρουσίαζε η περιοχή, απ' όπου προήλθε το ΔελφFοί (πρβλ. άστυ: αστFός), το οποίο θα δήλωνε αρχικά τους κατοίκους. Εξάλλου ο συσχετισμός με το δελφύς ενισχύεται από την ύπαρξη παράλληλων τ. της Γερμανικής].