παρακατηγόρημα
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
-ατος, τό, = παρασύμβαμα, Stoic.2.59, Steph. in Int.11.16, Ammon. in Int.44.26.
German (Pape)
[Seite 482] τό, ein Nebenbegriff, παρασύμβαμα, Schol. Luc. Vit. auct. 21.
Russian (Dvoretsky)
παρακατηγόρημα: ατος τό
1 филос. второстепенное понятие (у стоиков);
2 грам. грамматическое дополнение в роли логического подлежащего (напр. Σωκράτει μεταμέλει).
Greek (Liddell-Scott)
παρακατηγόρημα: τό, πρόσθετον κατηγόρημα, Ρήτορες (Walz) τ. 2, σ. 612, 24, Ἀμμών.· ἴδε σύμβαμα.
Greek Monolingual
τὸ, Α παρακατηγορώ
(στους Στωικούς) πρόσθετο κατηγόρημα, δευτερεύον συμβάν ή περιστατικό, παρασύμπτωμα, παρασύμβαμα.