σύμβαμα

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμβᾰμα Medium diacritics: σύμβαμα Low diacritics: σύμβαμα Capitals: ΣΥΜΒΑΜΑ
Transliteration A: sýmbama Transliteration B: symbama Transliteration C: symvama Beta Code: su/mbama

English (LSJ)

-ατος, τό,
A (συμβαίνω III) chance, casualty, Luc.Vit.Auct. 21 (but as a parody on signf. ΙΙ), M.Ant.7.58, Palaeph.2(5).
2 misfortune, Procop.Goth.1.12 (dub. in Aed.4.3).
II in Stoic Philos., = κατηγόρημα, complete predicate, such as an intrans. Verb, e.g. Σωκράτης περιπατεῖ, opp. παρασύμβαμα, παρακατηγόρημα, e.g. Σωκράτει μεταμέλει, Stoic.2.59.

German (Pape)

[Seite 978] τό, Zufall, zufälliges Ereigniß, τυχηρόν, Eust. 1396, 55. – Bei den Stoikern, wie κατηγόρημα, das vollständige Prädikat bei intransitivem Verbum, z. B. Σωκράτης περιπατεῖ; das unvollständige Prädikat, wie Σωκράτης μέλλει, heißt παρασύμβαμα..

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
événement, accident.
Étymologie: συμβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμβαμα -ατος, τό [συμβαίνω] predicaat (techn. term uit de stoïsche taaltheorie voor een intrans. ww. als περιπατεῖ ‘loopt’); toeval, pech. Luc. 27 (met parodie op techn. bet.).

Russian (Dvoretsky)

σύμβᾱμα: ατος τό
1 случайное обстоятельство, случайность Luc.;
2 (у стоиков) полный предикат, т. е. глагольное сказуемое в личной форме Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

σύμβαμα: τό, (συμβαίνω ΙΙΙ) τὸ κατὰ τύχην συμβαῖνον, συμβεβηκός, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 21 (ἀλλ’ ὡς παρῳδία ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ), Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 7. 58. ΙΙ. ὡς φιλοσοφικὸς ὅρος τῶν Στωϊκῶν, = κατηγόρημα, πλῆρες ῥηματικὸν κατηγορούμενον, τέλειον (μὴ χρῇζον προσδιορισμῶν), οἷον τὸ ἀμετάβατον ῥῆμα, π. χ. Σωκράτης περιπατεῖ· τὸ δὲ ἀπρόσωπον ῥῆμα ἐνομίζετο ὡς ἀτελὲς κατηγορούμενον, οἷον Σωκράτει μέλει, καὶ ἐκαλεῖτο παρασύμβαμα, παρακατηγόρημα, Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. σ. 36 ἴδε Menag. εἰς Διογέν. 7. 64 [Ἂν εἶναι Δωρ. ἀντὶ σύμβημα. θὰ ἔχῃ σύμβᾱμα· ἀλλ’ ὁ Λοβεκ. Παραλ. 423 ἀμφισβητεῖ τοῦτο].

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συμβαίνω
ό,τι συμβαίνει τυχαία, τυχαίο γεγονός
μσν.-αρχ.
δυστύχημα, ατυχία
αρχ.
(φιλοσ.) (ως όρος τών στωικών) κατηγόρημα, πλήρες ρηματικό κατηγορούμενο, όπως λ.χ. Σωκράτης περιπατεί.

Greek Monotonic

σύμβαμα: τό (συμβαίνω III), τυχαίο γεγονός, περίσταση, συγκυρία, σε Λουκ.

Middle Liddell

σύμβαμα, ατος, τό, συμβαίνω III]
a chance, casualty, Luc.