παρασύμβαμα
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
-ατος, τό, (συμβαίνω) in the technical language of the Stoics, secondary accident or secondary circumstance, Chrysipp.Stoic.2.59: Gramm., impersonal verb governing a dative, A.D.Pron.115.12, Synt.300.4,6.
German (Pape)
[Seite 501] τό, in der philosoph. Kunstsprache der Stoiker ein Nebenbegriff, Nebenzufall, Sp., von Luc. Vit. auct. 21 komisch erläutert.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
t. de philos. stoïcienne accident qui résulte d'un autre.
Étymologie: παρά, συμβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
παρασύμβᾱμα: ατος τό
1 филос. (у стоиков) случай, вытекающий из другого случая, вторичное обстоятельство Luc.;
2 грам. неполный предикат (ср. σύμβαμα 2).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-σύμβαμα -ατος, τό bijpredicaat (techn. term uit de stoïsche taaltheorie voor een predicaat bestaand uit onpers. werkw. met casus obliquus).
Greek (Liddell-Scott)
παρασύμβᾱμα: τό, (συμβαίνω) κατὰ τὴν τεχνικὴν γλῶσσαν τῶν στωϊκῶν, δευτερεῦόν τι συμβὰν ἢ περίπτωσις, «ἢν γὰρ τις χωλὸς ὤν αὐτῷ ἐκείνῳ τῷ χωλῷ ποδὶ προσπταίσας λίθῳ τραῦμα ἐξ ἀφανοῦς λάβῃ, ὁ τοιοῦτος εἶχε μὲν δή που σύμβαμα τὴν χωλείαν, τὸ τραῦμα δὲ παρασύμβαμα προσέλαβεν» Χρύσιππ. παρὰ Λουκ. ἐν Βίων Πράσει 21, πρβλ. Menag. εἰς Διογ. Λ 7. 64, Εύστ. Πονημ. 112. 79· πρβλ. σύμβαμα.
Greek Monolingual
το, ΜΑ
(στην ορολογία τών Στωικών) δευτερεύον συμβάν, δευτερεύον περιστατικό μετά το πρώτο, το κύριο σύμβαμα
αρχ.
γραμμ. απρόσωπο ρήμα συντασσόμενο με αιτιατική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + σύμβαμα (< συμβαίνω)].