παραπροσδέχομαι
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
admit heedlessly, Arr.Epict.1.20.11.
German (Pape)
[Seite 496] (s. δέχομαι), unbedachtsam annehmen. Epict. Arr. 1, 20, 11.
Greek (Liddell-Scott)
παραπροσδέχομαι: ἀποθ., ἀποδέχομαι ἀπερισκέπτως, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 20, 11.
Greek Monolingual
Α
δέχομαι, αποδέχομαι απερίσκεπτα («χάσκοντες πᾶσαν φαντασίαν παραπροσδεχόμεθα», Αρρ. Επικτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + προσδέχομαι «αποδέχομαι»].