παραπροσδέχομαι

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπροσδέχομαι Medium diacritics: παραπροσδέχομαι Low diacritics: παραπροσδέχομαι Capitals: ΠΑΡΑΠΡΟΣΔΕΧΟΜΑΙ
Transliteration A: paraprosdéchomai Transliteration B: paraprosdechomai Transliteration C: paraprosdechomai Beta Code: paraprosde/xomai

English (LSJ)

admit heedlessly, Arr.Epict.1.20.11.

German (Pape)

[Seite 496] (s. δέχομαι), unbedachtsam annehmen. Epict. Arr. 1, 20, 11.

Greek (Liddell-Scott)

παραπροσδέχομαι: ἀποθ., ἀποδέχομαι ἀπερισκέπτως, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 20, 11.

Greek Monolingual

Α
δέχομαι, αποδέχομαι απερίσκεπτα («χάσκοντες πᾶσαν φαντασίαν παραπροσδεχόμεθα», Αρρ. Επικτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + προσδέχομαι «αποδέχομαι»].