παρασφάλλω
English (LSJ)
aor. παρέσφηλα (v. infr.), cause to glance off to the side, of an arrow, παρέσφηλεν γὰρ Ἀπόλλων Il.8.311; π. τινὰ καλῶν foil one of... Pi.N.11.31; π. τινὰ νόοιο Opp.H.3.200:—Pass., err, be deceived, νοῦς παρέσφαλται Critias 6.13; ἀληθείας… ἐκτὸς παρεσφαλμένοι having wandered from it, Pl.Epin.976b, cf. Procl. in Prm.p.548 S.; ταύτης ὁ Μῶμος ἄχθεται-σφαλείς Com.Adesp. 262; εἴ τι παρεσφάλη Ph.2.440.
German (Pape)
[Seite 501] von der Seite stoßen, machen, daß Etwas seitwärts abirrt, z. B. ein Pfeil, ἀλλ' ὅγε καὶ τόθ' ἅμαρτε· παρέσφηλεν γὰρ Ἀπόλλων, Il. 8, 311; auch c. gen., τὸν παρέσφαλεν καλῶν, Pind. N. 11, 31; u. sp. D., πολλοὺς δὲ παρασφήλασα νόοιο εἰς ἄτην ἐνέηκε, Opp. Hal. 3, 200; pass., νοῦς δὲ παρέσφαλται, des Trunkenen, Critias bei Ath. X, 432 f; ἀληθείας παρεσφαλμένος, Plat. Epinom. 976 b; Sp.
French (Bailly abrégé)
faire glisser à côté, faire dévier.
Étymologie: παρά, σφάλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-σφάλλω, Dor. aor. 3 sing. παρέσφαλεν, doen afwijken (van), doen missen; met acc. en gen.; ook abs..; ἅμαρτε· παρέσφηλεν γὰρ Ἀπόλλων hij trof geen doel; want Apollo deed hem missen Il. 8.311; med.-pass. afwijken (van), met gen.:; ἀληθείας... παρεσφαλμένοι afgedwaald van de waarheid Plat. Epin. 976b; abs.. νοῦς... παρέσφαλται het verstand is de weg kwijt Critias B 6.12.
Russian (Dvoretsky)
παρασφάλλω: (aor. παρέσφηλα) сбивать в сторону, отклонять (sc. ὀϊστόν Hom.; τινά τινος Pind.): ἀληθείας ἐκτὸς παρεσφαλμένοι Plat. уклонившиеся, т. е. далекие от истинной сущности.
English (Autenrieth)
aor. 1 παρεσφηλεν: cause to glance away; ὀιστόν, Il. 8.311†.
English (Slater)
παρασφάλλω thwart τὸν δ' αὖ καταμεμφθέντ ἄγαν ἰσχὺν οἰκείων παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών (N. 11.31)
Greek Monolingual
ΜΑ
παθ. παρασφάλλομαι
μτφ. πλανώμαι, παραπλανώμαι, σφάλλω, υποπίπτω σε σφάλμα («μηδαμοῦ παρεσφάλθαι τῆς ἀληθείας», Γρηγ. Νύσσ.)
αρχ.
1. (για βέλος) κάνω κάτι να πέσει στα πλάγια, να εκτραπεί από τον στόχο του, να αστοχήσει («παρέσφηλεν γὰρ Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ.)
2. κάνω κάποιον να αποτύχει σε κάτι («ἰσχὺν οἰκείων παρέσφαλεν καλῶν», Πίνδ.).
Greek Monotonic
παρασφάλλω: μέλ. -σφᾰλῶ, αόρ. αʹ παρ-έσφηλα· κάνω κάτι να πάρει πλάγια κλίση, σε Ομήρ. Ιλ.· παρασφάλλω τινάτινος, προκαλώ αποτυχία στα σχέδια κάποιου στην απόκτηση ενός πράγματος, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
παρασφάλλω: ἀόρ. παρέσφηλα, κάμνω τι νὰ ἀποτύχῃ, νὰ παρεκλίνῃ τῆς εὐθείας γραμμῆς, ἐπὶ βέλους, παρέσφηλε γὰρ Ἀπόλλων, «σφαλῆναι καὶ ἀποτυχεῖν ἐποίησεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 311· π. τινά τινος, κάμνω τινὰ νὰ ἀποτύχῃ εἴς τι, Πινδ. Ν. 11. 41· π. τινὰ νόοιο Ὀππ. Ἁλ. 3. 200· - Παθ., πλανῶμαι, παραπλανῶμαι, νοῦς παρέσφαλται Κριτίας 2. 13· ἀληθείας.. ἐκτὸς παρεσφαλμένοι, παραπλανηθέντες ἀπ’ αὐτῆς, Πλάτ. Ἐπιν. 976Β.
Middle Liddell
fut. -σφᾰλῶ aor1 παρ-έσφηλα
to make an arrow glance aside, Il.; π. τινά τινος to foil one of obtaining a thing, Pind.