παρασχηματίζω

English (LSJ)

A change from the true form, transform, ὀνειδισμός ἐστι τῆς ἁμαρτίας παρεσχηματισμένος τὸ σκῶμμα Thphr. ap. Plu.2.631e, cf. D.L.6.9; ὁ βασιλεὺς… θεὸς ἐν ἀνθρώποις παρεσχαμάτισται has been transformed into... Diotog. ap. Stob.4.7.61.
2 in Gramm., form from another word by a slight change, Porph.in Cat.69.20, Sch.Ar.Ach.424, etc.; dub. sens. in Phld.Rh.2.97 S.; παρασχηματίσας τῷ πατρί forming a derivative word (πατρίς) from πατήρ, Hierocl.p.50 A.:—Pass., A.D.Conj.237.27; θηλυκῷ καὶ οὐδετέρῳ γένει Et.Gen.s.v. πλειότερος.
II speak incorrectly, Suid.s.v. σχηματιζόμενος.
2 make false pretences, Anon. ap. eund. s.v. παρασχηματίζειν.

German (Pape)

[Seite 501] die rechte, wahre od. eigentliche Gestalt abändern, umgestalten, Sp., wie D. L. 6, 9; – bes. von grammatischer Umwandlung eines Wortes, B. A. 842; Scholl., z. B. Ar. Ach. 424, – auch = entstellen durch die Rede, wie Suid. erkl., διεστραμμένα λέγειν.

French (Bailly abrégé)

transformer, changer la forme naturelle.
Étymologie: παρά, σχηματίζω.

Russian (Dvoretsky)

παρασχημᾰτίζω: изменять форму, преображать Plut., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

παρασχημᾰτίζω: μεταβάλλω τὴν γνησίαν μορφήν, μετασχηματίζω, μεταμορφώνω, Θεόφρ. παρὰ Πλουτ. 2. 631Ε, Διογ. Λ. 6. 9· ὁ βασιλεύς.. θεὸς παρεσχαμάτισται, ἔχει μετασχηματισθῆ εἰς.., Διωτογένης παρὰ Στοβ. 330. 28. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., σχηματίζω ἐξ ἄλλης λέξεως διὰ μικράς τινος μεταβολῆς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 424, Ἐτυμολ. Μέγ. 67, 34, Ἀρκάδ. 8. 23., 194, 22, Θεοδόσ. 999, 1, κλ. ΙΙ. τοῦ ἀληθοῦς παρατρέπομαι, Ἀνώνυμος παρὰ Σουΐδ.

Greek Monolingual

Α
1. (ενεργ. και μεσ.) μετασχηματίζω, μεταμορφώνω, αλλοιώνω το πραγματικό και γνήσιο σχήμα κάποιου («ὁ βασιλεύς... θεὸς ἐν ἀνθρώποις παρεσχημάτισται», Διοτογ. στον Στοβ.)
2. γραμμ. (ενεργ. και μεσ.) σχηματίζω μια λέξη από άλλη λέξη με μικρή αλλαγή («παρασχηματίσας τῷ πατρί» — σχηματίσας την λ. πατρίς από την λ. πατήρ, Ιεροκλ.)
3. μέσ. μιλώ διεστραμμένα, όχι ορθά
4. προβάλλω προφάσεις, προσχήματα.