παρατραβώ

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

Greek Monolingual

1. τραβώ υπερβολικά, περισσότερο από όσο πρέπει, παρατεντώνω
2. μτφ. παρατείνω τη χρονική διάρκεια μιας ενέργειας υπερβολικά
3. (αμτβ.) παρατείνομαι υπερβολικά, διαιωνίζομαι, παίρνω πολύ μάκρος
4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρατραβηγμένος, -η, -ο
(και σε μτφ. σημ.) αυθαίρετος, υπερβολικός, όχι απόλυτα σωστός («παρατραβηγμένη παρομοίωση»)
5. φρ. «παρατραβώ το σχοινί» — υπερβάλλω, οδηγώ ή εξωθώ στα άκρα.