Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παραχρήμα

From LSJ

Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living

Plato, Apology of Socrates 38a

Greek Monolingual

παραχρῆμα ΝΜΑ
(επίρρ. χρον.) ευθύς, παρευθύς αμέσως, στη στιγμή, πάραυτα, αυθωρεί, αυτοστιγμεί (α. «οι εντολές πρέπει να εκτελούνται παραχρήμα» β. «καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμασυκῆ», ΚΔ
γ. «αἷμα ταύρου πιὼν ἀπέθανε παραχρῆμα», Ηρόδ.)
αρχ.
φρ. α) «τῶν τε παραχρῆμα καὶ τῶν μελλόντων» — τών παρόντων και τῶν μελλόντων (Θουκ.)
β) «τὸ παραχρήμα ἡδύ» — η άμεση ηδονή (Πλάτ.)
γ) «αἱ (ἐκ τοῦ) παραχρήμα ἡδοναί» — οι στιγμιαίες, οι ακαριαίες ηδονές (Αντιφ.)
δ) «ἐκ τοῦ παραχρῆμα λέγειν» — προχείρως, εκ του προχείρου (Πλάτ.)
ε) «ἡ παραχρήμα ἀνάγκη» — η παρούσα, η άμεση ανάγκη (Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + χρῆμα, με συνεκφορά.