παρεκφέρω
From LSJ
English (LSJ)
A abuse, τὸ μέγεθος τῆς δωρεᾶς prob. in IG22.1099.33 (ii A. D.):—Pass., to be carried beyond bounds, Aristipp. ap. Stob.3.17.17; πέρα τοῦ μέτρου Plu.2.102c, cf. Metrod.Herc.831.1.
II to be excreted with, Aët.5.28.
German (Pape)
[Seite 514] (s. φέρω), daneben, darüber hinaustragen, u. pass. darüber hinausgetragen werden, -gehen, πέρα τοῦ μέτρου, Plut. cons. Apoll. A.
French (Bailly abrégé)
f. παρεξοίσω, ao. παρεξήνεγκα;
emporter au delà de ; Pass. se laisser emporter au delà des bornes.
Étymologie: παρά, ἐκφέρω.
Greek Monolingual
Α εκφέρω
1. καταχρώμαι
2. μέσ.
παρεκφέρομαι
α) παρεκτρέπομαι, βγαίνω έξω από τα όρια και το μέτρο
β) κρίνομαι μαζί με κάποιον άλλον.
Russian (Dvoretsky)
παρεκφέρω: выносить за пределы (чего-л.): τὸ πέρα τοῦ μέτρου παρεκφέρεσθαι Plut. утрата (должной) меры, неумеренность.