ρήση

From LSJ

κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life

Source

Greek Monolingual

η / ῥῆσις, -εως, ΝΑ, και αρκαδ. τ. Fρήσις και ιων. τ. γεν. -ιος Α
λόγος, ομιλία («μακρὰν ῥῆσιν οὐ στέργει πόλις», Αισχύλ.)
νεοελλ.
απόφθεγμα, ρητό («ρήσεις μεγάλων ανδρών»)
αρχ.
1. απόφαση, ψήφισμα
2. ομιλία, σε αντιδιαστολή προς την ανάγνωση
3. μύθος, διήγηση («ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσεις», Πίνδ.)
4. χρησμός
5. χωρίο συγγραφέα ή περικοπή βιβλίου
6. γραμμ. ύφος έκφρασης ή γραφής («ἡ κατὰ πεζὸν ῥῆσις», Λογγίν.)
7. (κατά τον Φώτ.) «ῥήσεις καλείται τὰ ὑπὸ τῶν εἰσαγομένων προσώπων λεγόμενα
ἀνάμεσον δὲ τούτων τὸ ὑπὸ τοῦ ποιητοῦ
οἶον, τον δ' ἀμειβόμενος»
8. παροιμ. φρ. «ἡ ἀπὸ Σκυθῶν ῥῆσις» — η απάντηση που έστειλαν οι Σκύθες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα Fερε- (βλ. λ. είρω (ΙΙ)] με μηδενισμένο το πρώτο και εκτεταμένο το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. εἴρηκα, ῥῆμα, ῥητός) + κατάλ. -σις].