πασσαλόφιν

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

French (Bailly abrégé)

c. πασσαλόφι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πασσαλόφι(ν) ep. gen. plur. van πάτταλος.