πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
c. πασσαλόφι.
πασσαλόφι(ν) ep. gen. plur. van πάτταλος.