πατρολογία
From LSJ
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
Greek Monolingual
η
1. κλάδος της θεολογίας, που ασχολείται με τη μελέτη τών έργων και της διδασκαλίας τών μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας και γενικά όλων τών εκκλησιαστικών συγγραφέων
2. συνεκδ. συλλογή τών συγγραμμάτων τών εκκλησιαστικών συγγραφέων, με κυριότερη το έργο του Γάλλου αβά Ιακ. Παύλου Μίνι (Μigne), που περιλαμβάνει 161 τόμους Ελλήνων (Ελληνική Πατρολογία) και 221 τόμους Λατίνων εκκλησιαστικών συγγραφέων (Λατινική Πατρολογία).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. patrology < πατήρ, πατρός + -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].