πατροπρεπής

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που ταιριάζει, που αρμόζει σε πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. θεοπρεπής].

Greek (Liddell-Scott)

πατροπρεπὴς: διάλεξις, ἐμπρέπουσα πατρί, Θ. Στουδ. σ. 1500. ἔκδ. Mi.