παχύφλοιος

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχύφλοιος Medium diacritics: παχύφλοιος Low diacritics: παχύφλοιος Capitals: ΠΑΧΥΦΛΟΙΟΣ
Transliteration A: pachýphloios Transliteration B: pachyphloios Transliteration C: pachyfloios Beta Code: paxu/floios

English (LSJ)

παχύφλοιον, with thick rind or bark, Thphr. HP 1.5.2, Dsc.1.13, Gal.6.270, Gp. 10.75.2.

German (Pape)

[Seite 540] dickrindig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχύφλοιος: -ον, ὁ ἔχων παχὺν φλοιόν, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 1. 5, 2.

Greek Monolingual

-α, -ο / παχύφλοιος, -ον ΝΜΑ
(για φυτά και δένδρα) αυτός που έχει παχύ φλοιό, χοντρή φλούδα, χοντρόφλουδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + φλοιός (πρβλ. τραχύφλοιος)].