παχύφλοιος
From LSJ
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
English (LSJ)
παχύφλοιον, with thick rind or bark, Thphr. HP 1.5.2, Dsc.1.13, Gal.6.270, Gp. 10.75.2.
German (Pape)
[Seite 540] dickrindig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχύφλοιος: -ον, ὁ ἔχων παχὺν φλοιόν, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 1. 5, 2.
Greek Monolingual
-α, -ο / παχύφλοιος, -ον ΝΜΑ
(για φυτά και δένδρα) αυτός που έχει παχύ φλοιό, χοντρή φλούδα, χοντρόφλουδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + φλοιός (πρβλ. τραχύφλοιος)].