πειραματισμός

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80

Greek Monolingual

ο
1. η πράξη του πειραματίζομαι
2. δοκιμή, απόπειρα να εκτελεστεί ή να επιτευχθεί κάτι
3. (επιστημολ.) η συστηματική χρήση του πειράματος για την επαλήθευση μιας επιστημονικής υπόθεσης ή θεωρίας, που αποτελεί κύριο γνώρισμα της σύγχρονης επιστήμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πειραματίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Θ. Αφεντούλη].