Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πειραματισμός

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

ο
1. η πράξη του πειραματίζομαι
2. δοκιμή, απόπειρα να εκτελεστεί ή να επιτευχθεί κάτι
3. (επιστημολ.) η συστηματική χρήση του πειράματος για την επαλήθευση μιας επιστημονικής υπόθεσης ή θεωρίας, που αποτελεί κύριο γνώρισμα της σύγχρονης επιστήμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πειραματίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Θ. Αφεντούλη].