πειραματισμός
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
Greek Monolingual
ο
1. η πράξη του πειραματίζομαι
2. δοκιμή, απόπειρα να εκτελεστεί ή να επιτευχθεί κάτι
3. (επιστημολ.) η συστηματική χρήση του πειράματος για την επαλήθευση μιας επιστημονικής υπόθεσης ή θεωρίας, που αποτελεί κύριο γνώρισμα της σύγχρονης επιστήμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πειραματίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Θ. Αφεντούλη].