πενταμναῖος
From LSJ
English (LSJ)
πενταμναῖον, = πεντάμνους, σάρξ IG12(2).498.16 (Methymna, iii B.C.):—also πεντάμναος, SIG945.9 (Assos, iv B.C.).
Greek Monolingual
και πεντάμναος, -ον, αρσ. και πεντάμνεως, ουδ. και πεντάμναιον, Α
1. ο πεντάμνους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πενταμναῖον ή πεντάμναιον
μέτρο ή ποσό πέντε μνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -μναῖος (< μνᾶ), πρβλ. δεκαμναίος].