πεντάμνους
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
English (LSJ)
πεντάμνουν, weighing five minae, τυροῦ πεντάμνουν Harmod.1, cf. IG 22.1013.33.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάμνους: ουν, ὁ ἔχων βάρος ἢ ἀξίαν πέντε μνῶν, Ἁρμόδ. παρ’ Ἀθην. 184F, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 33.
Greek Monolingual
-ουν, Α
1. αυτός που έχει βάρος ή αξία πέντε μνων
2. (ιδίως το ουδ. ως ουσ.) τὸ πεντάμνουν
μέτρο χωρητικότητας πέντε μνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -μνους / -μνουν (< μνᾶ), πρβλ. ημίμνουν].