πεντεκαιδέκανδρος
From LSJ
ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest
English (LSJ)
ὁ, ἱερεὺς π. ἐπὶ τῶν ἱεροποιῶν, = Lat. XV vir sacris faciundis, IGRom. 3.172.14 (Ancyra); but π. τῶν ἐκδικαζόντων τὰ πράγματα wrongly used for decemvir stlitibus iudicandis, ib.5.
German (Pape)
[Seite 558] von funfzehn Männern, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
πεντεκαιδέκανδρος: ὁ, γενόμενον πεντεκαιδέκανδρον τῶν ἐκδικαζόντων τὰ πράγματα, τῶν πεντεκαίδεκα ἀνδρῶν κτλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 4029.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο τελευταίος από τους δεκαπέντε ιερείς που ήταν επιστάτες τών ναών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα «δεκαπέντε» + -ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. δέκανδρος].