πεπτεώς

From LSJ

ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills

Source

French (Bailly abrégé)

part. pf. épq. de πίπτω.

Greek Monotonic

πεπτεώς: μτχ. Επικ. παρακ. του πίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεπτεώς ptc. perf. m. van πίπτω.