πεπτώς

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source

French (Bailly abrégé)

part. pf. att. de πίπτω.

Russian (Dvoretsky)

πεπτώς: ῶτος атт. part. pf. к πίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεπτώς ptc. perf. act. m. van πίπτω.