περίκαμψη

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

η / περίκαμψις, -άμψεως, ΝΑ περικάμπτω
1. λύγισμα ολόγυρα, κύρτωση
2. παράκαμψη
3. μτφ. πρόφαση, υπεκφυγή
νεοελλ.
τρόπος κατεργασίας μεταλλικού ελάσματος με τον οποίο δίνεται σε αυτό καμπυλωτό σχήμα με σφυρηλασία ή με πίεση.