περίνος

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίνος Medium diacritics: περίνος Low diacritics: περίνος Capitals: ΠΕΡΙΝΟΣ
Transliteration A: perínos Transliteration B: perinos Transliteration C: perinos Beta Code: peri/nos

English (LSJ)

τὸ αἰδοῖον.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ αἰδοῖον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το περίνεος (βλ. λ. περίνεο και περίνα)].