περίνος
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Full diacritics: περίνος | Medium diacritics: περίνος | Low diacritics: περίνος | Capitals: ΠΕΡΙΝΟΣ |
Transliteration A: perínos | Transliteration B: perinos | Transliteration C: perinos | Beta Code: peri/nos |
τὸ αἰδοῖον.
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ αἰδοῖον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το περίνεος (βλ. λ. περίνεο και περίνα)].