περίσκαψις
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
English (LSJ)
-εως, ἡ, digging all round, Gp.9.9.2, PGiss.56.13 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 591] ἡ, das Umgraben, Umhäufeln durch Graben, Hacken, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περίσκαψις: ἡ, τὸ σκάπτειν ὁλόγυρα, Γεωπ. 9. 9, 2.
Greek Monolingual
-άψεως, ἡ, ΜΑ περισκάπτω
το σκάψιμο γύρω γύρω.