περιαίρεσις
From LSJ
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A stripping off, φλοιοῦ Thphr. CP 5.17.1, cf. Epicur.Ep.1p.15U.; removal, extirpation, Antyll. ap. Orib.44.8.26, Gal.1.173; excision, Id.10.887.
II taking away a person's goods, etc., φιλονικία ἐπιθυμία περιαιρέσεως Stoic.3.96.
German (Pape)
[Seite 568] ἡ, das Ringsherumwegnehmen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
περιαίρεσις: ἡ, ἀφαίρεσις πανταχόθεν, φλοιοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 17, 1, Γαλην.
Greek Monolingual
-έσεως, ἡ, ΝΑ περιαιρώ
μσν.
άνοιγμα («ἡ περιαίρεσις τῆς θύρας»)
(αρχ)
1. η αφαίρεση από το γύρω μέρος («περιαίρεσις φλοιοῦ», Θεόφρ.)
2. μετακίνηση, απομάκρυνση
3. εκτομή
4. η αφαίρεση τών αγαθών από κάποιο πρόσωπο.